- φυλακτήριος
- φυλακτήριοςserving as a protectionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… … Dictionary of Greek
φυλακτηρία — φυλακτηρίᾱ , φυλακτήριος serving as a protection fem nom/voc/acc dual φυλακτηρίᾱ , φυλακτήριος serving as a protection fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυλακτηρίᾱ , φυλακτηρία fem nom/voc/acc dual φυλακτηρίᾱ , φυλακτηρία fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτηρίων — φυλακτήριον guarded post neut gen pl φυλακτήριος serving as a protection fem gen pl φυλακτήριος serving as a protection masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτήριον — guarded post neut nom/voc/acc sg φυλακτήριος serving as a protection masc acc sg φυλακτήριος serving as a protection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
φυλακτήριον — τὸ, ΜΑ βλ. φυλακτήριος … Dictionary of Greek
φυλακτηριάζω — Α [φυλακτήριος] μέσ. φυλακτηριάζομαι εφοδιάζομαι με φυλακτήριο, με φυλαχτό … Dictionary of Greek
Τριτοπάτορες — Ονομασία που δινόταν από τους αρχαίους σε ορισμένους αγαθούς δαίμονες ή ευεργετικές θεότητες. Η επενέργεια των θεοτήτων αυτών ήταν κυρίως φυλακτήριος, αναγνώριζαν δηλαδή σε αυτούς θαυματουργή δύναμη προστασίας από κάθε δυσάρεστο. Υπήρχαν διάφορες … Dictionary of Greek
φυλακτηρίοις — φυλακτήριον guarded post neut dat pl φυλακτήριος serving as a protection masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακτηρίου — φυλακτήριον guarded post neut gen sg φυλακτήριος serving as a protection masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)